Θανάσης Βαλτινός, Η κάθοδος των εννιά, εκδόσεις Εστία, Αθήνα 2011, [1η έκδοση, 1963].
ΓΡΑΦΕΙ: Η ΔΑΝΑΗ ΤΑΤΑΛΙΑ-ΛΙΤΣΟΥ, μαθήτρια.
Το τέλος έφτασε μα η σωτηρία δεν φάνηκε?
Βρισκόμαστε στην Ελλάδα του Εμφυλίου πολέμου. Οι πρωταγωνιστές μας μία ομάδα εννιά αριστερών ανταρτών, οι οποίοι κυνηγημένοι αφήνουν τα πάτρια εδάφη του Ταΰγετου με σκοπό να φτάσουν στη θάλασσα. Αυτή ακριβώς η πορεία είναι που θα μας διηγηθεί ο αφηγητής μας, ένα δεκαοχτάχρονο μέλος της ομάδας. Βρισκόμενοι πάντα σε επιφυλακή, με τον στρατό και οπλισμένους χωρικούς να καραδοκούν, οι ήρωές μας, παρότι ηττημένοι από τις ίδιες τους τις δυνάμεις ?σωματικές, αλλά και ψυχικές-, οι οποίες εξασθενούν, προχωρούν. Ο δρόμος τους τεράστιες εκτάσεις χωραφιών που έχουν μετατραπεί σε ναρκοπέδια, ποτάμια που έχουν ξεραθεί, γη πυρωμένη και αφιλόξενη, οικοδεσπότες χωρίς συμπόνια και έλεος, αλλά και σκηνές γαλήνης, χωρικοί που θερίζουν, παιδιά που παίζουν και μωρά που θηλάζουν οι μανάδες, όλες εικόνες γνώριμες που θυμίζουν την ζωή πριν λίγο καιρό. Διαβάτες όπου στέκουν και πατούν, οι εννιά, γνωρίζοντας πως ο θάνατος θα τους έβρισκε εκείνο το καλοκαίρι και μην έχοντας κουράγιο για τίποτα άλλο πέρα από τον καθημερινό αγώνα τους για επιβίωση, ελπίζουν μόνο για νερό, το οποίο και αποτελεί την λύτρωσή τους. Πια δεν φοβούνται τον θάνατο, αλλά ούτε και τον προσκαλούν, μονάχα τον αναγνωρίζουν ως το τέλος της πορείας τους, μίας πορείας που είχε φτιαχτεί για να του ξεφύγει. Παρότι όμως ζωντανοί νεκροί οι εννιά είναι παράδειγμα ανθρωπιάς: οι σχέσεις τους είναι σχέσεις φιλίας, συμπόνιας, συμπαράστασης και τελικά αδελφοσύνης, καθώς όλοι ατενίζουν την ίδια μοίρα. Πολλοί χάνονται στον δρόμο, όμως οι υπόλοιποι δεν τους θρηνούν, το γεγονός μονάχα τους φέρνει πιο κοντά στο τέλος. Αυτό το τέλος όμως δεν αποτελεί, για κανέναν λόγο, κάθαρση.
Είναι απλά το τέλος του μαρτυρίου που ζουν, αλλά τίποτα παραπάνω. Για αυτόν τον λόγο, οι ήρωές μας συνεχίζουν να αναζητούν τη θάλασσα, την λύτρωση. Φτάνοντας όμως σε μία ακρογιαλιά κάποιος πέφτει νεκρός από εχθρικά πυρά, άλλος σκοτώνεται πριν προλάβει να πιει νερό από ένα ρυάκι κι ο σύντροφός του αυτοκτονεί στο θέαμα, ο αφηγητής μας πετά το όπλο του και περιμένει να τον πιάσουν οι χωρικοί. Το τέλος έφτασε, μα η σωτηρία δεν φάνηκε.
Αναδημοσίευση από το περιοδικό “Απόντες”: http://blogs.sch.gr/apontes/2014/05/16/valtinos_ennia/
Share with