Συνάντηση με τον Γιώργο Κοροπούλη

ΓΡΑΦΕΙ: Η ΑΘΗΝΑ ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΟΥΜΕΛΑ.

Σε εξαιρετικά φιλικό κλίμα έλαβε χώρα η συνάντηση της λογοτεχνικής συντροφιάς του σχολείου μας με τον δημοσιογράφο, ποιητή, επιμελητή , μεταφραστή και ραδιοφωνικό παραγωγό Γιώργο Κοροπούλη. Από την αρχή μας ξεκαθάρισε ότι το να μας διαβάσει ποιήματά του χρησιμοποιώντας βαθειά και στοχαστική φωνή δεν ήταν στο πρόγραμμα. Αμέσως τον συμπαθήσαμε.

Γνωρίζαμε ότι είχε σπουδάσει οδοντιατρική, την οποία ωστόσο μας βεβαίωσε ότι δεν ασκεί. Οι σπουδές του καθορίστηκαν περισσότερο από ένα ένα είδος «φιλολογίτιδας» που συστηματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια των φοιτιτικών του χρόνων, την αγάπη για τη μετάδοση της λογοτεχνίας, τη μακροχρόνια ενασχόληση και το ασταμάτητο διάβασμα, ενώ τόνισε τη σημασία της μετριοφροσύνης.

Η οδοντιατρική μπορεί να μην τον ωφέλησε επαγγελματικά, ωστόσο, όπως μας διηγήθηκε, οι ζυμώσεις που γίνονταν στα πανεπιστήμια εκείνη την εποχή αποδείχθηκαν πολύτιμες ως λογοτεχνική «μαγιά». Στα πανεπιστήμια τα πάντα διαβάζονται και συζητούνται και υπάρχει ένας «φρέσκος» πολιτισμός. Σ? αυτό το κλίμα οι συνομαδώσεις αποκτούν άλλο χαρακτήρα: συνδικαλιστικές-πολιτικές ομάδες κατέληγαν να γίνονται συνελεύσεις στις οποίες συζητιούνταν λογοτεχνικά θέματα (π.χ. σε μια συνέλευση είχαν καταλήξει να συζητούν για το «Κιβώτιο» του Α. Αλεξάνδρου). Γενικά η άποψή του ήταν πως πολιτική και λογοτεχνία, συνδέονται: Η ποίηση πρέπει να είναι επαναστατική, όχι ως στρατευμένη τέχνη που εξυπηρετεί ένα σκοπό, αλλά ως ποίηση, αυτή καθ? αυτή, γιατί μέσα της η ποίηση φέρει τον επαναστατικό σπόρο. Μάς είπε επίσης πως εκείνη την εποχή οι πιο δημοφιλείς σε αυτούς τους κύκλους συγγραφείς ήταν ο μεγάλος Ρώσσος ποιητής Μαγιακόφσκι και η Γώγου. (Για τη Γώγου σημείωσε ότι αν και ως χαρακτήρας ήταν μια «ποιητική» προσωπικότητα, αυτό από μόνο του δε συγκροτεί ποιητικό γεγονός, μιας και τα ποιήματα ήταν, κατά την γνώμη του, αμφίβολης ποιότητας).

Η πρώτη ερώτηση που τέθηκε ήταν «Πότε νιώθετε ότι πρέπει να γράψετε;». Η απάντηση είχε δύο σκέλη: Για να γράψει κάποιος πρέπει πρώτον να το θέλει και δεύτερον να το μπορεί, δηλαδή να μπορεί να παράγει ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Με τον καιρό όμως ο καθένας, καθώς διαβάζει , μπορεί να συγκροτήσει τα ανάλογα κριτήρια ώστε να μπορεί να αξιολογήσει σε ένα βαθμό αυτό που παράγει. Το διάβασμα επίσης των μεγάλων συγγραφέων όπως του Τσέχωφ, (για τον οποίο δήλωσε ιδιαίτερη συμπάθεια, κυρίως λόγω της υπαινικτικότητας της γραφής του που δεν επενδύει στη γλωσσική χλιδή, βοηθάει στο να σπάσει ο αυτοθαυμασμός και η ματαιοδοξία του καθενός. Σε δεύτερο στάδιο περνάμε στη δημοσιοποίηση του αποτελέσματος. Δυστυχώς το δημόσιο γούστο «υποβαθμίζει τον εαυτό του προς όφελος της μαζικότητας» κι έτσι δε μπορεί κανείς να το εμπιστευτεί άφοβα, εκτός αν θέλει να γίνει φίρμα. ?Σε κάθε πάνελ χηρεύει μια θέση συγγραφέα? είπε χαρακτηριστικά. Με άλλα λόγια γύρω μας συναντάμε άπειρα παραδείγματα μιας ψευδαίσθητης καλλιέργειας, μιας ψευδαίσθητης λογοτεχνίας. Όμως την ψευδαίσθηση αμέσως την διακρίνουμε όταν πάμε λίγο βαθύτερα και γνωρίσουμε την πραγματική λογοτεχνία. Και η αρχή είναι οι κλασικοί. Αυτό που προκύπτει μετά από τέτοιες αναζητήσεις δύσκολα γίνεται ευρέως αποδεκτό και μαζικά αναπαραγόμενο, αλλά είναι ο πυρήνας του λογοτεχνικού γεγονότος. Όσον αφορά το πώς γράφουμε, ο Γ. Κοροπούλης το περιέγραψε ως εξής: «το να γράφεις λογοτεχνία είναι σαν να ανακαλείς αναμνήσεις από τη ζωή ενός άλλου». Πρόκειται ακριβώς για αυτή την αίσθηση της ταύτισης που νιώθουμε συχνά διαβάζοντας. Σε αυτό ενυπάρχει και ο πειρασμός της προσομοίωσης, δηλαδή ενός στίχου, μιας φράσης που παριστάνει την πηγαία και την αληθινή τόσο καλά ώστε ο συγγραφέας να μπορεί να αρκεστεί σε αυτήν. Αυτού του είδους η «απάτη» είναι οφθαλμοφανής και ενοχλεί. Συνήθως χρησιμοποιείται από όσους θεωρούν πως η άσκηση της λογοτεχνίας είναι ένα είδος αξιώματος που εξασφαλίζει τιμές και την προβολή του εαυτού ως «ποιητή» ή «διανοούμενου», κλπ. Ωστόσο δεν είναι ο τρόπος ζωής που καθιστά κάποιον ποιητή, αλλά το έργο του. «Ο Καρυωτάκης για παράδειγμα, δεν είναι μεγάλος ποιητής επειδή αυτοκτόνησε, αλλά επειδή άφησε σπουδαίο έργο».

Γενικά, ένας ασφαλής ορισμός για τον καλό στίχο είναι «αυτός που δεν παριστάνει τίποτα». Tο συνεχές διάβασμα και η κριτική, είναι αυτό που μπορεί να μας οδηγήσει σε ένα τέτοιο τρόπο γραφής. Τέλος επεσήμανε πως, αν και γενικά η πρωτοτυπία είναι κάτι καλό, πρέπει να θυμόμαστε ότι για τα καλά λογοτεχνικά έργα δεν υπάρχει η «φθορά του χρόνου». Τα λογοτεχνικά έργα διαβάζονταν, διαβάζονται και θα συνεχίσουν να διαβάζονται. Και ακόμα και αν μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο δε διαβάζονται, δε γνωρίζουμε αν στο μέλλον για κάποιους λόγους δε θα ξαναέρθουν στην επιφάνεια. Άλλωστε η ιστορία το έχει αποδείξει. ?Δεν υπάρχει εξελικτισμός στην λογοτεχνία αλλά ένα συνεχές που ενοποιεί τους αιώνες. Και η καινούργια δυνατότητα συχνά μάς επιστρέφει πίσω?.

Στη συνέχεια, η συζήτηση έφτασε στο θέμα που είχε απασχολήσει τη συντροφιά στις προηγούμενες συναντήσεις μας,το θέμα του ποιητή ως μύστη. Ο Γ. Κοροπούλης μας διαβεβαίωσε ότι ο ποιητής δεν έχει πλέον τέτοιο ρόλο. Υπάρχει μια γραμμή που ενώνει τον Πίνδαρο με τον Ελύτη αλλά οι αλήθειες που ξέρει ένας ποιητής είναι γνωστές σε όλους . Αυτό που κάνει είναι να τις αποτυπώνει με τρόπο που να γίνονται κατανοητές και απτές. Μέσω τις γλώσσας, τις ανασύρει στην επιφάνεια.

Επειτα προχωρήσαμε στο σήμερα. Θίχτηκε η μη αντίδραση στα γεγονότα και μέσα από αυτό προέκυψε το ερώτημα πώς πρέπει να αντιδράσει ο συγγραφέας σε όλα αυτά. Η απάντηση ήταν ότι ο καλύτερος τρόπος αντίδρασης σε αυτή την περίπτωση είναι το να κάνει κανείς καλά τη δουλειά του, κάτι που έχει σχέση με την ποιότητα του αποτελέσματος και την ορθή δημόσια εικόνα. Θεώρησε αλαζονικό το να κάνει κάποιος ως συγγραφέας δηλώσεις σχετικά με την επικαιρότητα. Η επανάσταση που μπορεί να κάνει κάποιος επιστρατεύοντας αυτή του την ιδιότητα είναι άλλου τύπου και έχει σχέση με τη λειτουργία της λογοτεχνίας ως τρόπου επέκτασης της μνήμης, αφού «ότι έχει συμβεί μπορεί να ξανασυμβεί». Τέλος, σημειώθηκε ότι η αλληλεγγύη, απαραίτητο συστατικό για μια επανάσταση, είναι ανύπαρκτη στη σημερινή κοινωνία.

Όμως στυλοβάτης κάθε κοινωνικής μεταρρύθμισης είναι η παιδεία, η οποία, αν και δεν είναι η μόνη προϋπόθεση για να μπορούν να ακουστούν λόγοι ποιητών,ωστόσο είναι η βάση και μια ισχυρή ελπίδα. Αν δεν έχεις διδαχθεί, δεν θυμάσαι. Μαθαίνουμε για να θυμόμαστε και για να ερμηνεύουμε καλύτερα το σήμερα και να επεκτείνουμε το ήδη υπαρκτό. Τόνισε ότι πρέπει κανείς να ενδιαφέρεται να μάθει για να μάθει και όχι για να εξασφαλίσει μια δουλειά στο μέλλον,μια θέση στη κοινωνία, κλπ. Συγκινητική ήταν η παραδοχή ότι πριν και από τους φίλους ακόμη, τιμάει τους δασκάλους του.

Λόγω της ιδιότητας του ως επιμελητή, αποφασίσαμε να αναφερθούμε στις επιμέλειες. Μάθαμε ότι η επιμέλεια υπήρχε πάντα, με πρώτους τους Αλεξανδρινούς. Γενικά η εργασία ενός επιμελητή είναι να διορθώνει ένα κείμενο πριν αυτό δημοσιευθεί, κυρίως αποκαθιστώντας τη γλώσσα. Μας διαβεβαίωσε ότι πρόκειται για κουραστική εργασία, την οποία ασκεί για βιοποριστικούς λόγους, όπως και τη δημοσιογραφία, καθώς ο βιοπορισμός ως συγγραφέα είναι αδύνατος. Παραδέχθηκε ότι είναι εργασίες που ως συγγραφέα τον φθείρουν, ωστόσο είναι απαραίτητες.

Περάσαμε μερικές υπέροχες ώρες παραγωγικής συζήτησης που σίγουρα θα μας προβληματίζει για καιρό. Εκτός από αυτό, εκτιμήσαμε ιδιαίτερα τη φιλικότητα, τη μετριοφροσύνη και το χιούμορ του κ. Κοροπούλη, αλλά και  τα ποιήματά του στα αντίτυπα της συλλογής που μας χάρισε. Τον ευχαριστούμε πολύ και ελπίζουμε να τον ξαναδούμε σύντομα.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.