Μετεξέλιξη

ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΑΥΡΟΥ.

Στα χαμένα, χαλασμένα και λασπώδη ίχνη των ανθρώπων περιφέρεται ατέρμονα μία σκιά. Εγώ. Εγώ είμαι η σκιά. Σουλατσάρω εδώ κι εκεί, παντού και πουθενά. Βρίσκομαι σε μία αναζήτηση ή σε μία δοκιμασία. Ίσως και στα δύο. Ίσως πάλι τα δύο να είναι ένα. Ψάχνω κενό ή μάλλον καινό έδαφος, για να πατήσω στη σφαιρική περιφέρεια των ανθρώπινων ψυχών. Οφείλω να μετεξελιχθώ σε διαρρήκτη της ύπαρξης, ακροβάτη της αλήθειας. Τα ευκόλως εννοούμενα δεν παραλείπονται. Απορροφούνται κι απορρίπτονται. Πόση λάσπη πρέπει να πιω, για να φτύσω νερό; Η λάσπη όμως, μονολογώ, νερό δε γίνεται. Πρέπει να βρω ή να αγγίξω έστω το τέλος της, προτού με βρει το δικό μου. Ρώτησα κάποιον αρχαίο πλάι μου, καθώς στεκόμασταν στο χείλος ενός νοητικού γκρεμού, προς τα πού να πορευθώ. “Μέσα. Σκάψε μέσα”, είπε γριφωδώς και έπειτα το πνεύμα του πεθαμένου χωρίς να δώσει σημασία σε μία δραματική επίκληση που εξαπέλυσα εναντίον του, άρχισε να αποσύρεται ώσπου έσβησε ολότελα από τα μάτια μου, αφήνοντάς με στο πυκνό σκοτάδι της χειμωνιάτικης νύχτας μονάχο με μία φλόγα μονάχα να γλύφει τα σωθικά μου. Έσκαψα, λοιπόν, μέσα στη λάσπη, την εξέτασα εμβριθώς, μπορώ να πω, μα εις μάτην. Μετά συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να στρέψω το μάτι, εκείνο πίσω από το μεγεθυντικό φακό προς τον ίδιο μου τον εαυτό. Στέκομαι στο σημείο μηδέν ενός, ωστόσο, δρόμου που για πρώτη φορά η αξία του δε χωρά στα όρια αυτού ακριβώς του ψηφίου.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.