Όταν «εμείς» φιλοσοφούσαμε?.. ή η υπεραναπλήρωση της κακομοιριάς.

Βλάσης Κανιάρης, «Εις δόξαν» (εγκατάσταση, 1993)

ΓΡΑΦΕΙ: Ο ΝΙΚΟΣ ΣΤΕΜΠΙΛΗΣ.

Έτυχε το καλοκαίρι να βρεθώ σε ένα ανέβασμα αρχαίας τραγωδίας και να ακούσω μία από τις πιο μισητές σε εμένα φράσεις: ?Κοίτα τι έγραψε ο άνθρωπος… όταν εμείς μεγαλουργούσαμε, οι άλλοι μαζεύαν βελανίδια?. Αντιστάθηκα στην επιθυμία μου να ρωτήσω τι εννοεί ?εμείς? και συνέχισα μέχρι την έξοδο, βλέποντας και άλλους θεατές να συμφωνούν.
Η επίκληση όμως στον αρχαίο πολιτισμό δεν είναι σημερινή, αλλά πολύ παλιά. Η έννοια βέβαια του ελληνικού κράτους, δεν υπήρχε για πάνω από 14 αιώνες. Δημιουργούνταν σιγά-σιγά για καιρό, με αποκορύφωμα την επανάσταση του 1821, που απαίτησε εθνικό κράτος. Για να γίνει όμως μια επανάσταση χρειάζονται οι καλοί (δηλαδή Εμείς) και οι κακοί (δηλ. οι Άλλοι). Και οι ?Εμείς? είχαν τα εξής κοινά στοιχεία: γλώσσα, θρησκεία, και έδαφος. Το έδαφος ?μας? είναι εκεί που είναι θαμμένοι οι πρόγονοί ?μας?, και έτσι αποκτά (συνειδητά ή ασυνείδητα) μια ιερότητα. Με τον ίδιο περίπου τρόπο, μπορεί το ελληνικό έθνος να καρπωθεί και οτιδήποτε θεωρήσει ότι του ανήκει κληρονομικά, και σε τομείς όπως ο πολιτισμός, ή ακόμα και η ιστορία. Λόγου χάριν, ο Θουκυδίδης έγραψε στα ελληνικά, άρα όποιος μιλάει ελληνικά είναι συνδεδεμένος με τον Θουκυδίδη. Έτσι, γεννιέται ένα έθνος, με (όσο το δυνατόν) κοινά χαρακτηριστικά, και με στοιχεία που το καθιστούν μοναδικό.

Φυσικά, ο Παρθενώνας, και ο κάθε παρθενώνας, δεν είναι σημαντικός μόνο ως μνημείο, αλλά κυρίως ως γέννημα των ιστορικών συνθηκών, και ως τέτοιο γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από εμάς τους νεοέλληνες. Κάθε λαός, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, για να σταθεί ιστορικά, χρειάζεται μία αίσθηση φυλετικής ανωτερότητας. Οι σύγχρονοι έλληνες, για οικονομικούς, πολιτικούς και γεωστρατηγικούς λόγους, δεν μπορούσαν και δεν μπορούν να αντλήσουν την αναγκαία αυτοπεποίθηση από την πραγματικότητα, οπότε και την αναζητούν σε ένα φαντασιακό επίπεδο. Ούτε αυτό φυσικά είναι ελληνική εφεύρεση. Το έκανε για παράδειγμα ο Εβραϊκός λαός, όταν είπε ότι είναι ο περιούσιος (το αγαπημένο παιδί του πατέρα). Όταν όμως μπαίνουμε στο φαντασιακό επίπεδο, σταματούν να ισχύουν λογικοί κανόνες και η πραγματικότητα μπορεί να αλλοιωθεί με τον τρόπο που βολεύει κάθε φορά, δημιουργώντας έτσι μια εθνική μυθολογία, που δρα ως πηγή αυτής της επιβεβαίωσης. Έτσι διαμορφώνεται ένα συλλογικό υποκείμενο (οι ?Εμείς? που χτίζαμε παρθενώνες), το οποίο περιλαμβάνει, τόσο τους νεοέλληνες, όσο και τους κατοίκους αυτού του τόπου κατά την αρχαιότητα.

Στο επόμενο στάδιο, μπορεί να δράσει ο ψυχολογικός μηχανισμός της υπεραναπλήρωσης. Αυτό το συλλογικό υποκείμενο στο μυαλό του νεοέλληνα έχει υπόσταση συνεχόμενη, από τους προσωκρατικούς μέχρι σήμερα, ενώ η απουσία του κατά την εποχή της ρωμαϊκής και βυζαντινής αυτοκρατορίας δικαιολογείται με την επίδραση που ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός άσκησε στον βυζαντινό. Έτσι, οι παρούσες δράσεις αυτού του υποκειμένου ? ?Ημών? δηλαδή ? και η τρέχουσα κατάστασή του, μπορούν να αναπληρωθούν άρα και να δικαιολογηθούν από την πορεία του ανά τους αιώνες. Επειδή λοιπόν, όταν ?Εμείς? χτίζαμε παρθενώνες, οι άλλοι μάζευαν βελανίδια, δεν πειράζει και τόσο που τώρα έχουμε μια κατιούσα πορεία ? αφού «ξανά προς τη δόξα» θα τραβήξουμε, κάποτε. Όμως δεν αρκεί μόνο ο συμψηφισμός του παρόντος με το παρελθόν, αλλά χρειαζόμαστε και την αίσθηση της ιστορικής ανωτερότητας. Δεν ανεχόμαστε ένα άλλο έθνος, όπως οι Γερμανοί, να ανακατεύονται στα ελληνικά πράγματα, με τον ίδιο τρόπο που ο γιατρός δεν δέχεται συμβουλές κατά την ώρα του χειρουργείου από μία νοσηλεύτρια, χωρίς να εξετάζει την ορθότητά τους. Φυσικά, η σχέση γιατρού και νοσηλεύτριας είναι και αυτή φαντασιακή. Οι ?Εμείς? λοιπόν, εκτός από τον παρθενώνα που φτιάξαμε, την φιλοσοφία που εφηύραμε, και την δημοκρατία που είχαμε, (που αντισταθμίζει την κατάντια της τωρινής πολιτικής κατάστασης) νικήσαμε τους Γερμανούς, τους Τούρκους, μια μεγάλη αλυσίδα από νίκες, και καμία ήττα, που φτάνει μέχρι τους περσικούς πολέμους, άρα είμαστε ανώτεροι από τους Γερμανούς, και τους Τούρκους, όπως άλλοτε από τους Πέρσες. Και ο ενεστώτας εδώ χρησιμοποιείται αντιπροσωπευτικά, γιατί η γραμμή του χρόνου δεν υπάρχει στο φαντασιακό αυτό επίπεδο.

Αυτό το σκεπτικό πλέον λανθάνει μέσα στο ασυνείδητο του καθενός, (άρα και στο συλλογικό μας ασυνείδητο) και έχει αρκετές εκφάνσεις, ελάχιστες από τις οποίες θα αναφέρω μόνο και μόνο ως ένδειξη των όσων είπα παραπάνω. Τόσο η δεξιά ιδεολογία με το: «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει», όσο και η αριστερή κοσμοθεωρία με το: «Την Ρωμιοσύνη μην την κλαις», (τα οποία σε καμία περίπτωση δεν εξισώνω ούτε ως προς τη λογοτεχνική αξία ούτε ως προς το πολιτικό βάρος) μήπως εν τέλει εξυπηρέτησαν το ίδιο φαντασιακό «Εμείς»; Η δοξολογία του ελληνικού εδάφους είναι εμφανής στον Ελύτη, που πάμπολλες φορές θα δούμε να εξυμνεί το λευκό των σπιτιών και των μαρμάρων, το γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας, κλπ. Όσο για την θρησκεία, αρκεί να αναλογιστεί κανείς τις αντιδράσεις που θα έφερνε η κατάργηση του μαθήματος των θρησκευτικών. Ο Ελύτης, τέλος μας προμηθεύει και με ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα προβολής στο παρελθόν, λέγοντας ότι την γλώσσα του έδωσαν ελληνική, την γλώσσα δηλαδή στην οποία γράφτηκαν τα ομηρικά έπη, από τα οποία σε ένα φαντασιακό επίπεδο αντλεί και ο ίδιος, όπως και όλοι εμείς, ένα κομμάτι από την δόξα τους.

ΕΠΙΜΥΘΙΟ: «Το Έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό», έχει προειδοποιήσει ο ποιητής ενώ η «ευγενής μας τύφλωση» έχει αντιστρέψει τους όρους.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.