Η απουσία του δεν μπορεί να κάτσει στο δικό μου το μυαλό

ΓΡΑΦΕΙ: Η ΜΥΡΤΩ ΧΑΡΒΑΛΙΑ.

Μου είναι πολύ δύσκολο να πηγαίνω σε κηδείες. Τα μάτια μου γίνονται ασυγκράτητα ποτάμια? δεν είναι το ποιος πέθανε. Είναι ότι πέθανε? είναι ο θάνατος που με ρίχνει στα πατώματα. Και όταν σκέφτομαι κηδεία, θυμάμαι αυτήν του Παπαγιώργη. Την Ζυράννα να κάθεται και να κοιτά ένα τόσο δα φυλλαράκι-μπουκέτο. Ξέρω πως κοιτάζοντάς το της ρουφά κάθε υγρότητα στα μάτια. Θυμάμαι τον Αρμάο με κενό ή ίσως βαρύ-κενό βλέμμα να κοιτάει στα αριστερά του ? χωρίς να βλέπει. Αυτό το αίσθημα της μη-σύλληψης, του αδύνατου. Δεν-μπορούσε-να-εγκατασταθεί-στο-μυαλό-του-η-απουσία-του-Κωστή. (Και τώρα η δικιά του δεν μπορεί να κάτσει στο δικό μου το μυαλό). Μιλώ για τον Κωστή λες και τον ήξερα. Δεν τον ήξερα. Ούτε βιβλίο του δεν έχω διαβάσει (έκανα μια απόπειρα με το Περί Μέθης). Μονάχα θυμάμαι αυτό το ωραίο τραπέζι στου Οικονόμου στα Πετράλωνα όπου είχαμε πάει, κι εκείνος μιλούσε για καρπούζια σε μασχάλες και απέφευγε να μιλήσει για τον Βακαλόπουλο. Τώρα η Ζυράννα με ποιον θα κουτσομπολεύει; Με ποιον θα μιλά καπνίζοντας και με ποιον θα γελά;

Ο κύριος Αρμάος ήταν κλειδαράς. Κατάφερε να ξεκλειδώσει πολλά κεφάλια.

Ο κύριος κλειδαράς μπήκε μια μέρα στην τάξη μεταμφιεσμένος σε δάσκαλο και αποφάσισε να ξεκλειδώσει τις ψυχές μας. Τα κατάφερε με διάφορα εργαλεία. Ο κύριος κλειδαράς κάθισε καιρό στο σχολείο? κάποια στιγμή έφυγε από εκεί? κάποια στιγμή έφυγε και από εδώ. Αλλά τον βλέπουμε τον κύριο κλειδαρά, τον ακούμε να μας απαγγέλλει τον Κρητικό όπως κανένας φιλόλογος ποτέ δεν μπόρεσε.

Μαζί του βιώσαμε πέντε συναπτές ενηλικιώσεις. Τις Τετάρτες δεν προετοιμαζόμουν για τις Πανελλαδικές. Εξερευνούσαμε αμίλητοι (όπως έλεγε και η Μήτσορα) τόπους που δεν θα τους έπαιρνε χαμπάρι το μάτι μας. Γνωρίσαμε την κυρία Χαμομήλι (Αλεξάνδρα Πλαστήρα), τον κύριο που για να πει ναι στο τσίπουρο κάνει αναφορές στη γερμανική φιλοσοφία (Δημητρίου), τον κύριο που θέτει ταιριαστά λέξεις των ομηρικών επών με τα λόγια της εργατιάς (Ηρακλής Λογοθέτης). Γνωρίσαμε και γνωρίσαμε. Πήγαμε στο κρησφύγετο του Παπαγιώργη. Μια βροχερή μέρα ήρθε ο κύριος που μύριζε ρόδι και μπαχάρι, μας φίλησε όλους στο κεφάλι και μας διάβασε (Γιώργος Μαρκόπουλος). Μιαν άλλη φορά κάναμε Κατάδυση με το χταπόδι της Σακελλίου, μιαν άλλη τρέξαμε στην πόλη που βασιλεύει η Ρέγκα του Κοζία. Κάποτε άκουσα στην Κελαινώ να μου ψιθυρίζει στο αυτί για εκείνο το εκστατικό φως? (Νατάσα Κεσμέτη).

Θυμάμαι όταν τον είχα στην πρώτη λυκείου που ερχόταν στο σχολείο με ένα δερμάτινο μπουφάν. Κάποια στιγμή ο Γ. Σ. το άρπαξε χωρίς να τον πάρει χαμπάρι ο Αρμάος, και κυκλοφορούσε δεξιά και αριστερά με ψευτομάγκικο βλέμμα (η εικόνα που έχω εγώ στο μυαλό μου είναι πολύ αστεία, φορούσε και γυαλιά αρνέτες). Όταν στο διάλειμμα ο Αρμάος συνειδητοποίησε την απουσία του παλτού του, καθόταν και σκεφτόταν με το γεμάτο σκέψεις, σχεδόν ταξιδιάρικο, βλέμμα του πού μπορεί να το άφησε. Ύστερα βλέποντας τον Γ. γελούσε: «Ωρέ Γιώργο! Δώσε μου το παλτό μου!» Η (σχεδόν γάργαρη) φωνή του Αρμάου ακούγεται ακόμη και θα ακούγεται. Το γέλιο του προπάντων.

Μια άλλη φορά στο μάθημα (Αρχαία 1ης Λυκείου) ο Γ. Σ. είχε πάρει την ταινία του μπλάνκο, την είχε κάνει λάσο και την είχε πετάξει έξω από το παράθυρο. Μη με ρωτήσετε γιατί, πάντως είχε πολλή πλάκα! Ο Αρμάος μίλαγε για το ξι και το σίγμα του Θουκυδίδη γυρισμένος προς τον πίνακα. Όταν γύρισε, σήκωσε τα φρύδια του με απορία για το πετυχημένο εγχείρημα-λάσο του Γιώργου «Γιώργο, κατεργάρη! Πώς το κατάφερες αυτό;» Σχεδόν γέλασε! Η φωνή του ήταν γεμάτη ενθουσιασμένη απορία, αν μπορώ να το πω αυτό. Κάθε άλλος μπορεί να νευρίαζε.

Στην εκδρομή της 1ης Λυκείου, με κόκκινα μάγουλα και εύθυμη διάθεση ο Γ. Σ. έδωσε στον Αρμαούλη το κινητό του. Του έβαλε να δει ένα βίντεο, τον Spoon Killer, το δολοφόνο με το κουτάλι (τα παιδιά θα το ξέρουν). Και γέλαγε ο Αρμάος, γέλαγαν και τα μάτια του!

Πού είσαστε κύριε Αρμάο; Η Σ. ομορφαίνει παρόλο που οι μαύροι κύκλοι μεγαλώνουν κάτω από τα μάτια της. Η αδερφή μου έβλεπε μελαγχολική την Α. στο σχολείο, τώρα που την είδα εγώ μου φάνηκε μια οπτασία. Η Ν. έτρωγε κοτομπουκιές στην εστία της Φιλοσοφικής σήμερα. Εγώ έφυγα βιαστικά για το μάθημα, όπως βιαστικά έρχομαι και φεύγω. Το Κ. είναι στη Λήμνο και μυρίζει χόρτα με το νέο της Φίλο. Νιώθω ότι αφηνόμαστε. Όχι, δεν είμαι μόνη, όπως και κανένας κι όλοι μας.

Άτομα γύρω μου διαβάζουν μανιωδώς. Εγώ δεν διαβάζω. Μόνο πού και πού ανοίγω βιβλία και διαβάζω Πατίλη και Τσαλαπάτη στην αδερφή μου για να κοιμηθεί.

Προχθές είδα ένα όνειρο με εσάς. Είδα ότι ήρθα στο γραφείο σας και μου άνοιξε μια υπηρέτρια. Φαινόσασταν μια χαρά. Μόνο που κάθε φορά που ρωτούσα κάτι, εσείς ξεκινούσατε να απαντήσετε ψελλίζοντας και η υπηρέτρια σας διέκοπτε. Συνεχώς άκουγα εκείνη να απαντά αντί για εσάς.

? Κύριε Αρμαούλη, όμορφος δεν είναι αυτός ο καιρός; Σχεδόν ερωτικός μου φαίνεται!

? Ναί, ?ρα?ος ε?ναι ? καιρός ?δίως ?ταν ?πακούει στ? α?σθήματα κα? δ?ν τ? ?παγορεύει.

Κύριε Αρμάο, ήσασταν κι εσείς παιδί κάποτε. Κι όλοι κάνουμε τον κύκλο. Τον κύκλο τον κάνουμε όλοι και σίγουρα τα σωληνάκια δεν θα σας πήγαιναν. Αν υπάρχει θεός είναι σκατόπαιδο. Δεν μπορώ να το συνειδητοποιήσω. Αρνούμαι. Ποιος θα γελάει τώρα στην Καλλιδρομίου; Ποιος θα διαβάζει με πάθος; Ποιος θα μας μοιράζει ποιήματα-ραβασάκια σε χρωματιστά χαρτάκια; Ποιος θα μας δέχεται; Κύριε Αρμάο, ήσασταν κι εσείς παιδί και τώρα πάτε για ύπνο.

Πρέπει να μαζέψουμε τη σκόρπια μας δύναμη κύριε Αρμάο. Ξέρω ότι δεν γίνεται τώρα αλλά πρέπει.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.


*


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.